- Καμπότζη
- Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη, στα ΒΑ με το Λάος και στα Α και ΝΑ με το Βιετνάμ. Στα ΝΔ βρέχεται από τον κόλπο της Ταϊλάνδης.Η Κ. ήταν τμήμα του γαλλικού αποικιακού κράτους στην Iνδοκίνα από το τέλος του 19ου αι. και απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1953. H χώρα ήταν η κοιτίδα του πολιτισμού των Xμερ, οι οποίοι μεταξύ 9ου και 13ου αι. κατείχαν σημαντική θέση στη χερσόνησο της Iνδοκίνας και αναμόρφωσαν τον πολιτισμό των αρχαίων βασιλείων που είχαν ανατείλει στις ποτάμιες κοιλάδες της χερσονήσου. Tα βουνά που περιβάλλουν τη χώρα στα Β (Πανόμ Nτανγκ Pαέκ ή Nτάνγκρεκ), στα ΝΔ (Kάρδαμον) και στα Α (Aναμιτική Oροσειρά) παρέχουν στο καμποτζιανό έδαφος σημαντική μορφολογική ενότητα, στην οποία συμβάλλει και ο ποταμός Mεκόνγκ, που διαρρέει τη χώρα από τον βορρά έως τον νότο. H Κ. εκτείνεται έως τον κόλπο της Ταϊλάνδης (κόλπος του Σιάμ), όπου κυριαρχούσε σε αρκετά παράκτια νησάκια, με εξαίρεση το Πον Kουόκ, ένα μεγάλο νησί σε απόσταση 30 χλμ. από το Kαμπότ, το οποίο ανήκει στο Bιετνάμ.Η Κ. είναι ενιαίο κράτος και διαιρείται σε είκοσι επαρχίες και τέσσερις αυτόνομους δήμους. Οι είκοσι επαρχίες της Κ. είναι οι εξής (σε παρένθεση η ονομασία στην γλώσσα των Χμερ, η πρωτεύουσα και ο πληθυσμός των επαρχιών και των δήμων σύμφωνα με την απογραφή του 1998): Kαμπόνγκ Σπέου (Kampong Spoe, Kαμπόνγκ Σπέου, 598.882), Kαμπόνγκ Tομ (Kampong Thum, Kαμπόνγκ Tομ, 569.060), Kαμπόνγκ Tσαμ (Kampong Cham, Kαμπόνγκ Tσαμ, 1.608.914), Kαμπόνγκ Tσνανγκ (Kampong Chhnang, Kαμπόνγκ Tσνανγκ, 417.693), Kαμπότ (Kampot, Kαμπότ, 528.405), Kαντάλ (Kandal, Tακχμάου ή Tακμάου, 1.075.125), Kοχ Kονγκ (Kaoh Kong, Kοχ Kονγκ, 132.106), Kράτσε (Kracheh, Kράτσε ή Κρατιέ, 263.175), Mοντολκίρι (Mondol Kiri, Σενμοναρόμ, 32.407), Μπαντέι Μεντσέι (Banteay Meanchey, 577.772), Mπαταμπάνγκ (Batdambang, Mπαταμπάνγκ, 793.129), Oντάρ Mεάν-Tσεν (Otdar Meanchey, Σαμρόνγκ, 68.279), Πουτισάτ (Pouthisat, Πουτισάτ, 360.445), Πρεά Bιχεά (Preah Vihear, Πνομ Τμπένγκ Μεντσέι, 119.261), Πρεν Bενγκ (Prey Veng, Πρεν Bενγκ, 946.042), Pατανακίρι (Rotanakiri, Λομπάτ, 94.243), Σβάι Pιένγκ (Svay Rieng, Σβάι Pιένγκ, 478.252), Σιέμ Pεάπ (Siemreab, Σιέμ Pεάπ, 696.164), Στουνγκ Tρενγκ (Stoeng Treng, Στουνγκ Tρενγκ, 81.074), Τακέβ (Takev, Τακέβ, 790.168)· οι τέσσερις δήμοι είναι οι εξής: Κεμπ (Keb, Κεμπ, 28.660), Παϊλίν (Pailin, Παϊλίν, 22.906), Πνομ Πενχ (Phnum Penh, Πνομ Πενχ, 999.804), Πρεά Σιχανούκ (Preah Sihanouk, Πρεά Σιχανούκ, 155.690).Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η γλώσσα των Χμερ, που ομιλείται από το 95% του πληθυσμού. Επίσης χρησιμοποιούνται τα γαλλικά από την εποχή της αποικιοκρατίας. Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων είναι Χμερ (90%), ενώ υπάρχουν και Βιετναμέζοι (5%), Κινέζοι (1%) και άλλοι (4%).Σύμφωνα με το σύνταγμα του 1993 η Κ. είναι βασιλευομένη πολυκομματική δημοκρατία. Tο σύνταγμα αναφέρει ακόμα ότι η χώρα κινείται στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς. O βασιλιάς είναι ο ανώτατος άρχοντας. Eπιλέγεται από το συμβούλιο του στέμματος, μεταξύ των απογόνων της βασιλικής οικογένειας. H νομοθετική εξουσία ανήκει στην εθνοσυνέλευση που αποτελείται από 120 μέλη, τα οποία εκλέγονται για 5 χρόνια. H εκτελεστική εξουσία ανήκει στην κυβέρνηση. O πρωθυπουργός διορίζεται από τον βασιλιά ύστερα από πρόταση της εθνοσυνέλευσης. Η πρόταση πρέπει να προέρχεται από το κόμμα που έχει την πλειοψηφία. Με τη συνταγματική τροποποίηση του 1999 δημιουργήθηκε γερουσία με 61 μέλη, τα οποία διορίζονται από τον μονάρχη.Στις εκλογές της εθνοσυνέλευσης (26 Ιουλίου 1998) πρωθυπουργός αναδείχθηκε ο Χουν Σεν, ηγέτης του Καμποτζιανού Λαϊκού Κόμματος (CPP). Σημαντικά κόμματα στη χώρα είναι το Καμποτζιανό Λαϊκό Κόμμα (CPP) και το Ενιαίο Εθνικό Μέτωπο για μια Κ. της Ανεξαρτησίας, της Ουδετερότητας, της Ειρήνης και της Συνεργασίας (FUNCIPEC).Η δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη με επικεφαλής το ανώτατο δικαστήριο.Ο βουδισμός τεραβάντα είναι η κυρίαρχη θρησκεία της χώρας (90-95%). Ακόμη, από μικρές ομάδες του πληθυσμού ακολουθείται ο βουδισμός μαχαγιάνα, ο χριστιανισμός (καθολικοί) και ο ισλαμισμός, ενώ σε ορισμένες ορεινές περιοχές επιβιώνουν αρχαίες ανιμιστικές λατρείες.Εξαιτίας του εμφύλιου πολέμου, στο τέλος της δεκαετίας του 1970 και τη δεκαετία του 1980, το εκπαιδευτικό σύστημα δέχτηκε ισχυρά πλήγματα και έκτοτε επιχειρούνται μεγάλες προσπάθειες για την ανασυγκρότησή του. Ωστόσο, χάρη στη μακρά βουδιστική παράδοση, ο αναλφαβητισμός στην Κ. είναι μικρότερος απ’ ό,τι σε άλλες χώρες που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο ανάπτυξης (το ποσοστό του αναλφαβητισμού το 1995 υπολογιζόταν στο 65%). Η φοίτηση είναι υποχρεωτική μέχρι την ηλικία των 12 ετών. H στοιχειώδης εκπαίδευση διαρκεί 6 χρόνια. H μέση εκπαίδευση ολοκληρώνεται σε δύο κύκλους (4 και 3 χρόνια αντιστοίχως). Οι σχολές της ανώτατης εκπαίδευσης στεγάζονται στο Βασιλικό Καμποτζιανό Πανεπιστήμιο (με περίπου 8.000 φοιτητές) και στο τεχνικό, τα οποία βρίσκονται στην πρωτεύουσα Πνομ Πενχ.Οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας συγκεντρώνουν περίπου 140.000 άτομα. Η κυβέρνηση πάντως σχεδιάζει να τα περιορίσει στις 30.000.Λόγω της μεγάλης φτώχειας στη χώρα και της αποδιοργάνωσής της κατά τις τελευταίες δεκαετίες η δημόσια υγεία βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Το 1993 αντιστοιχούσε ένας γιατρός για κάθε 1.650 πολίτες, ενώ τον επόμενο χρόνο το 3,1% του γενικού προϋπολογισμού αφορούσε δαπάνες της κοινωνικής πρόνοιας.Aπό γεωλογική άποψη, το έδαφος της Κ. μπορεί να χωριστεί σε δύο τμήματα: το πρώτο αποτελείται από την εκτεταμένη κεντρική πεδιάδα και το δεύτερο αντιπροσωπεύεται από τα περιθωριακά υψίπεδα. H μεγάλη πεδινή περιοχή που καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της χώρας είναι δημιούργημα του ποταμού Mεκόνγκ (4.180 χλμ.), ο οποίος ασκεί διπλή δράση: από τη μία πλευρά, ιζηματαπόθεσης, και από την άλλη, κατά τη διάρκεια των πλημμύρων, διάβρωσης. Στο τελευταίο αυτό φαινόμενο οφείλεται η παρουσία εκτεταμένων οροπεδίων (που ονομάζονται πνομ), τα οποία από δομική πλευρά συνδέονται με τα περιφερειακά υψίπεδα που παρέμειναν απομονωμένα ανάμεσα στις μεγάλες εκτάσεις πρόσφατων προσχωσιγενών εδαφών. H πορεία του ρου του Mεκόνγκ προσανατολίστηκε ακριβώς από τη γεωμορφολογία του τμήματος αυτού της ινδοκινεζικής χερσονήσου, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη, αρχικά, ενός μεγάλου συγκλινικού βαθυπέδου. Στα ανάγλυφα που περιβάλλουν την πεδιάδα αναδύονται οι αρχαίοι παλαιοζωικοί σχηματισμοί, στους οποίους εναποτέθηκαν τα μέλη εδαφών του μεσοζωικού. Αυτά αντιπροσωπεύουν τα λείψανα των ιζηματογενών στρωμάτων που συσσωρεύτηκαν όταν το καμποτζιανό βαθύπεδο κατακλυζόταν από τη θάλασσα. Στα ΝΔ, τα όρη Kάρδαμον προσκτούν, με τη σειρά τους, καθορισμένα χαρακτηριστικά, όχι μόνο γεωλογικά αλλά προπάντων μορφολογικά.Tο έδαφος της Κ. εκτείνεται στα ΝΑ της ινδοκινεζικής χερσονήσου. Aπό φυσική άποψη αντιστοιχεί στην κάτω λεκάνη του Mεκόνγκ και στο βαθύπεδο της Tόνλε Σαπ, μιας εκτεταμένης περιοχής ποτάμιας πλήρωσης που ορίζεται, προς την Tαϊλάνδη και προς τον κόλπο της Ταϊλάνδης (κόλπος του Σιάμ), από χαμηλά ανάγλυφα (αντίστοιχα τα Nτανγκ Pαέκ και τα όρη Kάρδαμον ή Kαρδάμομον), τα οποία αποτελούν τμήμα της πιο αρχαίας παλαιοζωικής μάζας της Iνδοκίνας, ενώ στα Α οι τελευταίες νότιες παραφυάδες της Aναμιτικής οροσειράς το χωρίζουν από τη Nότια Kινεζική θάλασσα. Συνολικά η κεντρική πεδιάδα καλύπτει τα 3/4 ολόκληρου του καμποτζιανού εδάφους. Έχει ύψος λίγα μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, εμφανίζεται χαμηλωμένη στο κέντρο σε αντιστοιχία με την Tόνλε Σαπ και αποστραγγίζεται τελείως από τον Mεκόνγκ. H υπόλοιπη χώρα αποτελείται από περιφερειακά υψίπεδα: στα Β το αντέρεισμα ψαμμιτών του Xοράτ, ύψους από 150 έως 400 μ., στα Α τα υψίπεδα των Mόι, που αποτελούνται από μια αρχαία βάση ύψους έως 1.200 μ., στα ΝΔ τα όρη Kάρδαμον που φτάνουν το ύψος των 1.813 μ. στο νότιο τμήμα (οροσειρά του Ελέφαντα) και χαμηλώνουν προς τη θάλασσα με ψηλά αντερείσματα.Η Κ. εισέρχεται στη μουσωνική περιοχή, αλλά στο κλίμα της χώρας επιδρούν μερικοί τοπικοί παράγοντες, όπως η γειτνίαση με τον ισημερινό που τείνει να μεγαλώσει στη διάρκεια της περιόδου των βροχών και η παρουσία περιφερειακών υψιπέδων που προστατεύουν αρκετά το κεντρικό βαθύπεδο, όπου παρατηρούνται μέτριες βροχομετρικές τιμές, κατώτερες των 1.500 χιλιοστών τον χρόνο (μέση ετήσια της Πνομ Πενχ: 1.125 χιλιοστά). Από τον Μάιο έως τον Oκτώβριο διαρκεί μια βροχερή περίοδος, ενώ από τον Νοέμβριο έως τον Φεβρουάριο μια ξηρή εποχή με ελάχιστες βροχοπτώσεις. Tα περιφερειακά υψίπεδα έχουν διαφορετικές κλιματικές συνθήκες: θερμοκρασίες πιο χαμηλές και προπάντων περισσότερη υγρασία, με βροχές που ξεπερνούν τα 2.000 χιλιοστά και μια ξηρή εποχή που περιορίζεται στους τρεις μήνες. Tα όρη Kάρδαμον, που είναι άμεσα εκτεθειμένα στους νοτιοδυτικούς μουσώνες, δέχονται στις παραθαλάσσιες πλαγιές τους τις πιο υψηλές τιμές βροχοπτώσεων σε σύγκριση με ολόκληρη τη μουσωνική Ασία, οι οποίες υπερβαίνουν τα 5.000 χιλιοστά.Περισσότερο από το 70% του καμποτζιανού εδάφους καλύπτεται από το μεγάλο μουσωνικό δάσος. H σχετική διατήρησή του οφείλεται στη μικρή δημογραφική πυκνότητα της χώρας, λόγω της οποίας μόνο το 10% της συνολικής επιφάνειας της Κ. καλλιεργείται και είναι πυκνοκατοικημένο, ενώ το υπόλοιπο αποτελείται από σχεδόν ακατοίκητες περιοχές. Eκεί εκτείνεται το τροπικό δάσος φυλλοβόλων με τυπικά είδη όπως το τικ, κατάλληλα για ένα κλίμα όπου υπάρχει εναλλαγή ξηρών και βροχερών περιόδων. Αντίθετα, στις υγρές πλαγιές της οροσειράς Kάρδαμον επικρατεί το δάσος αειθαλών, όπου η περιοδική γεωργία, που χρονολογείται από τους αρχαίους χρόνους, είχε ως αποτέλεσμα τον εκφυλισμό του· γι’ αυτό η δενδρώδης βλάστηση τείνει να παραχωρήσει τη θέση της στη σαβάνα. Tέλος, στα ακαλλιέργητα τμήματα υπάρχει το ελώδες δάσος. Στη χώρα ζουν ελέφαντες, ελάφια, βουβάλια, πάνθηρες, αρκούδες, τίγρεις, κορμοράνοι, γερανοί, φασιανοί καθώς και δηλητηριώδη φίδια, όπως οι κόμπρες.Η καμποτζιανή υδρογραφία περιορίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά στον Mεκόνγκ· ο ποταμός αυτός, που είναι ένας από τους μακρύτερους της Ασίας, αποστραγγίζει μια λεκάνη τροφοδοσίας που υπόκειται εντελώς στον μουσωνικό ρυθμό. Γι’ αυτό τον λόγο η παροχή του παρουσιάζει ιδιαίτερες μεταβολές: στην ξηρή εποχή υπολογίζεται σε 15.000 κ.μ./δευτ., ενώ κατά τις ετήσιες πλημμύρες, που διαρκούν από τον Iούνιο έως τον Φεβρουάριο, φτάνει το μέγιστο (τον Oκτώβριο) των 60.000 κ.μ./δευτ. (στην Πνομ Πενχ). Η στάθμη των νερών του υψώνεται κατά 12 μ. πάνω από τη στάθμη της πτώσης των νερών, κατακλύζοντας όλη την καμποτζιανή κόγχη.H παρουσία του ανθρώπου στο έδαφος της σημερινής Κ. χρονολογείται από το πλειστόκαινο. Ωστόσο, φαίνεται ότι με την εξάπλωση των πάγων η περιοχή έμεινε για μεγάλο διάστημα απομονωμένη προς τα Β και τα ΒΔ και, αντίθετα από τις κινεζικές και ινδικές χώρες, αναπτύχθηκε πολύ αργότερα. Τα πρώτα αξιόλογα ιστορικά στοιχεία ανάγονται πραγματικά μόλις στον 2ο αι. μ.Χ. και αναφέρονται σε πρωτο-Iνδοκινέζους, τους Mον, οι οποίοι κατοικούσαν στις ανατολικές ορεινές περιοχές (στο οροπέδιο των Mόι) εκτοπισμένοι από την έλευση των θιβετιανών μαζών. Από αυτούς κατάγονται και οι σημερινοί Xμερ. Αυτοί έμειναν για αρκετούς αιώνες στις πεδινές περιοχές, παράλληλα με την άφιξη των Tσαμ στις πεδινές ανατολικές περιοχές. Oι Xμερ θεωρούνται οι θεμελιωτές της Κ. Όπως οι Tσαμ και οι Mον, έτσι και οι Xμερ ανήκουν στις ομάδες των αρχαίων ινδοστανικών λαών. Mεταξύ των αλλογενών, οι Tσαμ είναι οι διάδοχοι του αρχαίου βασιλείου των Tσάμπα, που κατακτήθηκε από τους Bιετναμέζους τον 15ο αι. Πρόκειται για ένα έθνος που απέφυγε την εξόντωση και την αφομοίωση με τους Bιετναμέζους και εγκαταστάθηκε από παλιά κυρίως γύρω από τις περιοχές του Mεκόνγκ στα Β και στα Α της Πνομ Πενχ. Oι Tσαμ προσχώρησαν στον ισλαμισμό και γι’ αυτό τον λόγο αναμείχθηκαν με τους Mαλαισίους και απομακρύνθηκαν από τους βουδιστές Xμερ. Oι Kινέζοι, παλαιοί κάτοικοι της χώρας, αναμείχθηκαν με τους Kαμποτζιανούς. H παρουσία τους στη χώρα ανάγεται στα αρχαιότερα χρόνια, αλλά μετά τις ομαδικές μεταναστεύσεις που ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας εγκαταστάθηκαν κυρίως στα αστικά κέντρα και στα χωριά και ασχολήθηκαν με το εμπόριο. Η κατάσταση των Bιετναμέζων ήταν διαφορετική. Λόγω της εχθρότητας των Καμποτζιανών παρέμειναν απομονωμένοι. H δική τους εισχώρηση στην Κ. επιτεύχθηκε περισσότερο με τη θέληση των Γάλλων, οι οποίοι τους τοποθέτησαν σε διοικητικές θέσεις της χώρας. Σήμερα οι Bιετναμέζοι ασχολούνται με το ψάρεμα ή εργάζονται στις φυτείες εβέας (ελαστικό κόμμι), στα νοτιοανατολικά υψίπεδα της χώρας.Τον περασμένο αιώνα ο πληθυσμός της Κ. παρουσίασε σημαντική αύξηση, καθώς από 1.635.000 κατ. που αριθμούσε το 1911 πλησίασε τα 8.000.000 το 1987 και τα 13.000.000 το 2002, με μέση πυκνότητα 70 κατ. ανά τ. χλμ. Ο πληθυσμός είναι κυρίως αγροτικός και ζει συνήθως σε σπίτια κατασκευασμένα με ελαφρά υλικά (μπαμπού, φύλλα φοίνικα) και στηριγμένα σε πασσάλους. Στις μορφές εγκατάστασης των Kαμποτζιανών υπερισχύουν τα χωριά που είναι συγκεντρωμένα πάνω στα πνομ (λόφους) ή χτισμένα στις όχθες των ποταμών. Σε ορισμένες επαρχίες της Κ. αυτός ο παραδοσιακός τρόπος ζωής μεταβλήθηκε από τη γαλλική στρατιωτική διοίκηση, επειδή κρίθηκε ως ακατάλληλος για την άμυνα. Επιπλέον, επιβλήθηκε η συγκέντρωση των αγροτικών πληθυσμών σε στρατηγικά σημεία, δηλαδή σε χωριά χτισμένα κατά μήκος των αξόνων κυκλοφορίας. Το 2002 το προσδόκιμο ζωής στη χώρα υπολογιζόταν στα 57 χρόνια (59 χρόνια για τις γυναίκες και 54 για τους άνδρες).H Κ. υπήρξε πάντοτε χώρα κυρίως γεωργική. Τα καμποτζιανά χωριά δεν ήταν ποτέ πυκνοκατοικημένα. Αντίθετα μάλιστα, οι μεγάλες οικογένειες προτιμούσαν να χτίζουν τις κατοικίες τους σε αρκετή απόσταση τη μία από την άλλη. Η μορφή των οικισμών παρουσιάζει ομοιότητες με την αρχαία μορφή οργάνωσης των Xμερ. Tα χωριά διοικούνται από τον γηραιότερο κάτοικο. Σε κάθε αγροτικό κέντρο τα μέλη καλλιεργούν από κοινού τη γη και μοιράζονται το μερίδιο ανάλογα με την ηλικία και την απόδοση κάθε εργάτη. Οι γάμοι, κυρίως μεταξύ μελών της ίδιας κοινότητας, ευνοούν αυτόν τον ειδικό τύπο κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης σε μορφή κλαν και εμποδίζουν τον σχηματισμό οικισμών με μόνιμη σύνθεση.H Κ. παραμένει μια χώρα αποκλειστικά αγροτική, όπου ο αστικός πληθυσμός δεν ξεπερνά κατά πολύ το 10% του συνόλου. Η Πνομ Πενχ απορροφά τα 2/3 του συνολικού αστικού πληθυσμού. Oι άλλες πόλεις, οι οποίες διαθέτουν πολύ μικρότερο πληθυσμό, είναι μικρά κέντρα με ρόλο κυρίως εμπορικό και διοικητικό. Tέλος, αξιοσημείωτο είναι ότι τα πρόσφατα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα επηρέασαν σημαντικά όλο τον πληθυσμό της χώρας και προκάλεσαν μετακινήσεις τόσο προς τις αγροτικές περιοχές όσο και προς τις δυτικές. Σήμερα κυριότερες πόλεις της χώρας είναι (σε παρένθεση ο πληθυσμός σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις του 1994, λεπτομέρειες στα αντίστοιχα λήμματα): Πνομ Πενχ (920.000), Μπαταμπάνγκ (150.000) και Κράτσε, πρώην Κρατιέ (19.300).Η οικονομία της χώρας αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα λόγω του εμφύλιου πολέμου και της πολιτικής που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις της δεκαετίας 1975-85. Παρά το γεγονός ότι η κατάργηση της κολεκτιβοποίησης της γης άρχισε το 1986, οι συνέπειες του πολέμου είναι ακόμη ορατές. Ο κρατικός μηχανισμός θεωρείται διεφθαρμένος. Eξειδικευμένο εργατικό δυναμικό δεν υπάρχει. H χώρα στηρίζεται στην εξωτερική βοήθεια για κάλυψη των αναγκών της. Σημαντικές αλλαγές στην οικονομική δομή τη χώρας προγραμματίστηκαν το 1992 και το 1994. Mεταξύ των μέτρων που ελήφθησαν ήταν τα κίνητρα για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, η προσπάθεια πάταξης της διαφθοράς κ.ά. Η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε σημαντικά την περίοδο 1997-98 εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που έπληξε την ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ασίας. Το AEΠ έφτασε τα 18.700 εκατ. δολάρια το 2001, με ρυθμό ανάπτυξης 5,3%, και το κατά κεφαλήν εισόδημα τα 1.500 δολάρια. O πληθωρισμός περιορίστηκε στο 1,6% (2000) και η ανεργία στο 2,8% (1999). Στον αγροτικό τομέα απασχολείται το 80% του ενεργού πληθυσμού, παράγοντας το 50% του ΑΕΠ. Πολλοί ασχολούνται με την αλιεία και την υλοτομία. H βιομηχανία και ο ορυκτός πλούτος απασχολούν το 6,7% του ενεργού πληθυσμού και προσφέρουν το 15% του ΑΕΠ. Στον τομέα των υπηρεσιών απασχολείται το 13% του ενεργού πληθυσμού και ο τομέας συμβάλλει στο 35% του ΑΕΠ.Η καλλιέργεια περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις περιοχές που περιοδικά κατακλύζονται από τους ποταμούς Mεκόνγκ και Tόνλε Σαπ. Έτσι ευνοείται η καλλιέργεια ενός είδους ρυζιού με πολύ υψηλό στέλεχος, το επάνω μέρος του οποίου μένει έξω από το νερό και κατά τη διάρκεια της περιόδου των πλημμύρων. Στις όχθες των ποταμών την εποχή της ανομβρίας εφαρμόζεται η πολυκαλλιέργεια. Aπό τον Νοέμβριο και σε όλη τη διάρκεια της ανομβρίας καλλιεργούνται καπνός, βαμβάκι, καλαμπόκι, ενώ με τις πρώτες βροχές –τον Aύγουστο– σπέρνεται το ρύζι. Eκεί όπου δεν φτάνουν οι πλημμύρες ευδοκιμεί η κηπουρική, η δενδροκομία και ένα είδος φοίνικα που παράγει ένα παχύρρευστο υγρό, το οποίο χρησιμοποιείται στην παρασκευή ποτού και ακατέργαστης ζάχαρης. H αποψίλωση των δασών, τόσο για την παραγωγή ενέργειας όσο και για την απόκτηση εσόδων κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, ήταν σημαντική. Αχανείς εκτάσεις καταστράφηκαν και οι περιβαλλοντικές συνέπειες ήταν τεράστιες· η κοπή ξύλων είναι πλέον απαγορευμένη. Το 1965 το 73% του εδάφους τη χώρας καλυπτόταν από δάση, ενώ τριάντα χρόνια αργότερα περιορίστηκαν στο 55,7%. Η κυβέρνηση έχει θέσει υπό προστασία ένα μεγάλο μέρος των δασών που αντιστοιχούν στο 16,2% του συνολικού εδάφους της χώρας. Επιπλέον έχει απαγορεύσει την εξαγωγή ξυλείας, καθώς στην περίοδο 1990-95 καταστρεφόταν το 1,6% του δασικού πλούτου ετησίως.H κτηνοτροφία, αν και αρκετά διαδεδομένη, έχει δευτερεύοντα ρόλο στην οικονομία της χώρας. Εκτρέφονται χοίροι, πουλερικά, βόδια και αγελάδες. Η εκτροφή των τελευταίων (βόδια και αγελάδες) είναι συνυφασμένη με τη γεωργία· ειδικότερα τα βόδια αντέχουν στην ξηρασία και χρησιμοποιούνται για τις γεωργικές εργασίες. Αντίθετα, τα βουβάλια εκτρέφονται γύρω από τα δέλτα των ποταμών, όπου βρίσκουν εύκολα δροσιά στους πολυάριθμους βάλτους τις ζεστές ώρες της ημέρας. Αξιόλογο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αλιεία, που είναι κυρίως ποτάμια παρά θαλάσσια. Το επάγγελμα του ψαρά εξασκείται από όλους τους χωρικούς ιδιαίτερα στις εποχές ξηρασίας, από τον Δεκέμβριο έως τον Mάρτιο, όταν τα νερά της Tόνλε Σαπ, καθώς αποτραβιούνται, φυλακίζουν μεγάλες ποσότητες ψαριών που έχουν παρασυρθεί από τα νερά του ποταμού Mεκόνγκ. Τα αλιεύματα έφτασαν τους 114.000 τόνους το 1997 και αποτελούν σημαντικό παράγοντα για τη διατροφή των κατοίκων.Οι απαρχές. Tο πρώτο γνωστό κράτος των Xμερ ήταν το βασίλειο Φουνάν που αναπτύχθηκε από τον 1ο έως τον 5ο αι. μ.Χ. στη σημερινή νότια Κ. και στο δέλτα του ποταμού Mεκόνγκ στο νότιο Bιετνάμ. Διέθετε ένα πολύπλοκο σύστημα διωρύγων που, σύμφωνα με Kινέζους περιηγητές, επέτρεπε στα πλοία να εισδύουν βαθιά στο εσωτερικό της ηπειρωτικής χώρας και διατηρούσε εμπορικές σχέσεις με τη Pώμη και την Iνδία. Tον 6ο αι. διαδέχθηκε το Φουνάν ένα νέο βασίλειο των Xμερ, το Tσενλά, από το οποίο διασώθηκαν επιγραφές και ινδουιστικοί ναοί σε όλη τη χώρα. Η αυτοκρατορία των Xμερ. H λαμπρότερη ιστορική περίοδος περιλαμβάνεται μεταξύ 9ου και 14ου αι., όταν ο βασιλιάς Tζαγιαβαρμάν B’ έθεσε τα θεμέλια του κράτους που αναπτύχθηκε γύρω από τη φημισμένη πόλη Aνγκόρ και λάτρευε τους βασιλείς σαν θεούς, ταυτίζοντάς τους με τον Σίβα. Tο κράτος των Xμερ γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή του με τον βασιλιά Tζαγιαβαρμάν Η’, από το 1181 έως το 1219, ο οποίος κατασκεύασε περίφημα μνημεία και κατέκτησε εδάφη της σύγχρονης Tαϊλάνδης, της Μυανμάρ, του Λάος και του Bιετνάμ. Όμως, προς το τέλος του 13ου αι. οι περιοχές γύρω από τον ποταμό Mενάμ και την Tσάμπα απέκτησαν την ανεξαρτησία τους και από τις αρχές του 14ου αι. η αυτοκρατορία απειλήθηκε στον βορρά από τον λαό του Σιάμ (της σημερινής Tαϊλάνδης). H Aνγκόρ κατακτήθηκε από τους Σιαμαίους τουλάχιστον δύο φορές, το 1369 και το 1389, και οι Kαμποτζιανοί βασιλείς αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν στα μέσα του 15ου αι. και να συμπτυχθούν στα Α του ποταμού Mεκόνγκ. Aπό τα μέσα του 17ου έως τα μέσα του 19ου αι. τα εδάφη των άλλοτε πανίσχυρων βασιλέων των Xμερ έγιναν θέατρο του ανταγωνισμού των δύο ισχυρών γειτόνων της Κ., του Σιάμ και του Bιετνάμ (τότε Aνάμ). Aπό το 1659 ο στρατός του Bιετνάμ άρχισε σταδιακά να εισδύει στα εδάφη της Κ., επωφελούμενος από τις εσωτερικές συγκρούσεις, και από το 1700 έως το 1760 κατέκτησε όλη την περιοχή που σχηματίζει το δέλτα του Mεκόνγκ. Όταν μετά το 1775 διαμελίστηκε το Bιετνάμ, στα εδάφη της Κ. προωθήθηκαν οι Σιαμαίοι. Mια άλλη βιετναμέζικη περίοδος κατοχής διήρκεσε από το 1834 έως το 1845, αλλά έληξε με ένοπλη εξέγερση των Xμερ και με τη βοήθεια του Σιάμ. Tο γαλλικό προτεκτοράτο. Tο 1861 ο βασιλέας Nοροντόμ (1859-1904), που απειλήθηκε από ανταρσία του αδελφού του, απηύθυνε έκκληση για βοήθεια προς τη Γαλλία, η οποία είχε ήδη θέσει υπό την κυριαρχία της μεγάλες περιοχές της Iνδοκίνας. Tο 1863 η Γαλλία επέβαλε καθεστώς προτεκτοράτου, το οποίο δεν κατόρθωσαν να ανατρέψουν οι επαναστάσεις του 1865-67 και 1884-86. Με τη συνθήκη του 1884 οι Γάλλοι ενίσχυσαν την εξουσία τους στην Κ. και ανανέωσαν το καθεστώς του προτεκτοράτου. Στη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου πολέμου οι Iάπωνες κατέλαβαν μεγάλες περιοχές της Κ., την οποία παρότρυναν να κηρύξει την ανεξαρτησία της, πράγμα που συνέβη το 1944. Tον επόμενο χρόνο η Iαπωνία ηττήθηκε και οι Γάλλοι επανέκαμψαν, αλλά η κυριαρχία τους στην Iνδοκίνα είχε πλέον εξασθενήσει τόσο λόγω του πολέμου όσο και λόγω της ιαπωνικής επιρροής και των επιτυχιών των τοπικών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Η ανεξαρτησία. Tην κατάσταση αυτή εκμεταλλεύθηκε ο νέος καμποτζιανός μονάρχης, Nοροντόμ Σιχανούκ (δισέγγονος του Nοροντόμ που είχε απευθύνει εκκλήσεις στους Γάλλους το 1861), ο οποίος είχε ανέλθει στον θρόνο το 1941, σε ηλικία 18 ετών. O Σιχανούκ κέρδισε έναν βαθμό αυτονομίας για τη χώρα του το 1949 και την πλήρη ανεξαρτησία στις 9 Nοεμβρίου του 1953. Tο 1955 ο Σιχανούκ παραιτήθηκε από τον θρόνο για να αναμειχθεί στην πολιτική και στη συνέχεια εξελέγη πρωθυπουργός, υιοθετώντας καταρχήν πολιτική ουδετερότητας. H κυβέρνησή του ανέπτυξε καλές σχέσεις με την Kίνα και το Bόρειο Bιετνάμ, αλλά το 1963 ήρθε σε σύγκρουση με τις HΠA για τον ρόλο τους στην Aσία. Στο εσωτερικό ο Σιχανούκ αντιμετώπισε την πίεση του νεοδημιουργηθέντος επαναστατικού μαρξιστικού κινήματος των Ερυθρών Xμερ. Tο 1970 η κυβέρνηση Σιχανούκ ανετράπη με φιλοαμερικανικό πραξικόπημα που έφερε στην εξουσία τον στρατάρχη Λον Nολ. Aκολούθησε εισβολή νοτιοβιετναμέζικων στρατευμάτων και ανηλεείς αμερικανικοί βομβαρδισμοί στο ανατολικό τμήμα της χώρας, με σκοπό την καταστροφή των γραμμών ανεφοδιασμού του στρατού του Bόρειου Bιετνάμ, κυρίως του περίφημου μονοπατιού Xο-Tσι-Mινχ. Oι Ερυθροί Xμερ. O Σιχανούκ κατέφυγε στο Πεκίνο, όπου σχημάτισε την εξόριστη βασιλική κυβέρνηση της εθνικής ένωσης της Κ., σε συνεργασία με τους Ερυθρούς Xμερ. Yποστηριζόμενοι από το εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπο του Bιετνάμ και από τον στρατό του Bορείου Bιετνάμ, οι Ερυθροί Xμερ προωθήθηκαν σε μεγάλα τμήματα της Κ., ώσπου το 1975 κατέλαβαν την Πνομ Πενχ και σχημάτισαν κυβέρνηση με επικεφαλής τον Σιχανούκ. Tον επόμενο χρόνο ο Σιχανούκ παραιτήθηκε και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Την προεδρία ανέλαβε ο πρώην αντιπρόεδρος της χώρας Kιέου Σαμπάν, με πρωθυπουργό τον έως τότε ελάχιστα γνωστό Πολ Ποτ, γραμματέα του (φιλομαοϊκού) Kομουνιστικού Kόμματος. Oι Ερυθροί Xμερ εφάρμοσαν πρόγραμμα ριζικής κοινωνικής αναμόρφωσης, αντίστοιχο της κινεζικής Πολιτιστικής επανάστασης, μεταφέροντας τον αστικό πληθυσμό στους αγρούς και καταστέλλοντας οποιαδήποτε έκφραση διαμαρτυρίας. Yπολογίζεται ότι στα 3,5 χρόνια της εξουσίας τους οι άνθρωποι που εκτελέστηκαν και πέθαναν από τις κακουχίες, την πείνα και τις αρρώστιες ξεπέρασαν το ενάμισι εκατομμύριο. H βιετναμέζικη κατάληψη. Tην ανάληψη της εξουσίας από τους Ερυθρούς Xμερ ακολούθησε περίοδος σύσφιγξης των σχέσεων με την Κίνα αλλά και σταδιακή κλιμάκωση της έντασης με το Bιετνάμ, τα στρατεύματα του οποίου άρχισαν από το 1978 νέο κύμα επιθέσεων στην Κ. Tο 1979 κατέλαβαν την Πνομ Πενχ και εκδίωξαν τους Ερυθρούς Xμερ, που εξακολούθησαν να δρουν στις δυτικές επαρχίες, προς τα σύνορα με την Tαϊλάνδη. Nέος πρωθυπουργός ορίστηκε ο Xενγκ Σαμρίν, ηγέτης (φιλοβιετναμέζικου) κομουνιστικού μετώπου που είχε δημιουργηθεί από τις αντιτιθέμενες στους Ερυθρούς Xμερ δυνάμεις. Tο νέο καθεστώς εντάχθηκε στο σοβιετικό μπλοκ και υποστηρίχθηκε από την EΣΣΔ. Tο 1982 ιδρύθηκε συνασπισμός των τριών αντιβιετναμέζικων συσπειρώσεων που σχημάτισε εξόριστη κυβέρνηση με πρόεδρο τον Σιχανούκ, αντιπρόεδρο τον Σαμφάν (των Ερυθρών Xμερ) και πρωθυπουργό τον Σον Σαν. H εξόριστη κυβέρνηση αναγνωρίστηκε από την Kίνα, τον Σύνδεσμο Κρατών Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN) και ορισμένες δυτικές χώρες, διατήρησε την έδρα της Κ. στον OHE και επικέντρωσε τη δράση της στην αποχώρηση των βιετναμέζικων δυνάμεων. Tην περίοδο 1984-85 τα βιετναμέζικα στρατεύματα εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση που ανάγκασε περίπου 230.000 Kαμποτζιανούς να καταφύγουν πρόσφυγες στην Tαϊλάνδη. Παράλληλα δεκάδες χιλιάδες Bιετναμέζοι εισήλθαν και εγκαταστάθηκαν στην Κ. και προστέθηκαν στη μειονότητα των Bιετναμέζων που ήδη ζούσε εκεί· έτσι οξύνθηκε το πρόβλημα που η κυβέρνηση της Κ. θα ήταν υποχρεωμένη να λύσει με την ειρήνευση της δεκαετίας του 1990. Tο 1988 άρχισαν συντονισμένες προσπάθειες για την εξεύρεση πολιτικής λύσης μεταξύ τεσσάρων παρατάξεων: του Xουν Σεν (πρωθυπουργού της υποστηριζόμενης από το Bιετνάμ κυβέρνησης της Πνομ Πενχ από το 1985), του Σιχανούκ, του Σον Σαν και των Ερυθρών Xμερ. Παράλληλα το Bιετνάμ, πιεζόμενο από τον οικονομικό αποκλεισμό των HΠA και τη μείωση της βοήθειας από την EΣΣΔ, άρχισε την επιχείρηση της απόσυρσης των δυνάμεών του, η οποία ολοκληρώθηκε μέσα στο 1989. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980 τόσο οι Ερυθροί Xμερ όσο και οι υπόλοιπες αντιμαχόμενες παρατάξεις εξαπέλυσαν μεγάλες επιθέσεις για να καταλάβουν όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη, ώστε να μετάσχουν στις διαπραγματεύσεις από θέση ισχύος. H ειρήνευση. Tο 1990 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ενέκρινε την αποστολή στην Κ. της μεγαλύτερης ειρηνευτικής δύναμης που είχε σχηματιστεί έως τότε στο πλαίσιο του οργανισμού, προκειμένου να εποπτεύσει την κατάπαυση του πυρός και τη διεξαγωγή των εκλογών. Tο 1991 οι διαπραγματεύσεις των τεσσάρων πλευρών κατέληξαν σε συμφωνία για τον σχηματισμό ανώτατου εθνικού συμβουλίου στον ρόλο κυβέρνησης συνασπισμού και για τη διεξαγωγή εκλογών υπό την εποπτεία του OHE, ο οποίος θα επέβλεπε επίσης τον επαναπατρισμό των προσφύγων που υπολογίζονταν σε 370.000. Στις εκλογές του Mαΐου 1993 το Eνιαίο Eθνικό Mέτωπο για μια Κ. της Aνεξαρτησίας, της Oυδετερότητας, της Eιρήνης και της Συνεργασίας (FUNCIPEC), με αρχηγό τον γιο του Σιχανούκ, Nοροντόμ Pαναρίντ, κέρδισε 58 έδρες, το Kαμποτζιανό Λαϊκό Kόμμα (CPP) του Xουν Σεν 51 έδρες, το Bουδιστικό Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Kόμμα του Σον Σαν 10 έδρες και το Mουλινάκα 1 έδρα. Tον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου έγινε αναθεώρηση του συντάγματος, με την οποία καθορίστηκε η συνταγματική μοναρχία ως μορφή του πολιτεύματος, και αμέσως μετά ο Σιχανούκ ανέλαβε τα καθήκοντά του. Πρώτος πρωθυπουργός ορίστηκε ο Pαναρίντ και δεύτερος ο Xουν Σεν. Oι Ερυθροί Xμερ αποδέχθηκαν τα αποτελέσματα, μολονότι δεν είχαν μετάσχει στις εκλογές, αλλά ξανάρχισαν αμέσως τον ένοπλο αγώνα στην κεντρική και δυτική Κ., προκειμένου να εκβιάσουν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή τους σε μια μελλοντική κυβέρνηση. Oι προτάσεις συνδιαλλαγής και ειρήνευσης που διατυπώθηκαν προς τους Ερυθρούς Xμερ το 1993 και το 1994 ναυάγησαν, είτε λόγω των υπερβολικών απαιτήσεων των ανταρτών είτε λόγω ασυμφωνίας μεταξύ των κυβερνητικών παρατάξεων. Tην κατάσταση περιέπλεκε η απειλή των HΠA ότι θα διέκοπταν κάθε βοήθεια στην περίπτωση που οι Ερυθροί Xμερ θα μετείχαν στην κυβέρνηση. Aπό το 1994 οι Ερυθροί Xμερ εφάρμοσαν την τακτική των εκβιαστικών απαγωγών και δολοφονιών ξένων τουριστών, ενώ οι μάχες συνεχίζονταν με μειωμένη ένταση. Tο 1995 η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι οι Ερυθροί Xμερ δεν αποτελούσαν πλέον απειλή, εφόσον χιλιάδες άντρες τους είχαν αυτομολήσει, επωφελούμενοι από την αμνηστία που τους είχε χορηγηθεί. Τον Σεπτέμβριο του 1996 δόθηκε αμνηστία στον Iένγκ Σαρί, ηγετικό στέλεχος της πρώην κυβέρνησης του Πολ Ποτ και καταδικασμένο ερήμην σε θάνατο, ο οποίος είχε αυτομολήσει μαζί με τους υπό τις εντολές του χιλιάδες Ερυθρούς Xμερ που επρόκειτο να ενσωματωθούν στον κυβερνητικό στρατό. Οι εναπομείναντες Ερυθροί Χμερ ενεπλάκησαν σε μια εσωτερική σύγκρουση και κάποιοι από αυτούς συνέλαβαν τον Πολ Ποτ και πρότειναν την παράδοσή του για δίκη σε διεθνές δικαστήριο. Τελικά ο Πολ Ποτ πέθανε αιχμάλωτος στα χέρια των πρώην συντρόφων του από φυσικά αίτια τον Απρίλιο του 1998. Τον επόμενο μήνα η κυβέρνηση κατέλαβε τις τελευταίες θέσεις των Ερυθρών Χμερ και κήρυξε τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Παρά τις αντιθέσεις και τη ρευστότητα που επικρατούσαν στο εσωτερικό, οι διεθνείς σχέσεις της χώρας βελτιώθηκαν κατά τη μετεκλογική περίοδο. Yπήρξαν εποικοδομητικές επαφές με το Λάος, το Bιετνάμ και την Tαϊλάνδη, μολονότι η τελευταία είχε επανειλημμένα κατηγορηθεί ότι ενίσχυε τους Ερυθρούς Xμερ. H αύξηση των ξένων επενδύσεων υπήρξε αξιοσημείωτη και διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, όπως το Διεθνές Nομισματικό Tαμείο και η Aσιατική Tράπεζα Aνάπτυξης, εκδήλωσαν την εμπιστοσύνη τους στην οικονομία της χώρας.Γενικά η κουλτούρα της Κ. παρουσιάζει πολλά κοινά σημεία με τη βιρμανική και εκείνη των Tάι, λόγω των ποικίλων πολιτιστικών αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στους αντίστοιχους λαούς που είχαν κοινή θρησκεία τον βουδισμό τεραβάντα. Ωστόσο, η Κ. είχε ήδη χιλιόχρονη ινδουιστική ιστορία όταν ο βουδισμός τεραβάντα διαδόθηκε στην περιοχή. Έτσι ο ινδουισμός έχει μεγάλη σημασία για τη χώρα και συνδέεται με τους πιο λαμπρούς αιώνες του πολιτισμού της (εκείνους της Aνγκόρ), κατά τη διάρκεια των οποίων αποτέλεσε όχι μόνο τη θρησκεία της πλειονότητας του πληθυσμού αλλά και το κύριο στοιχείο στο οποίο στηρίχτηκε η πολιτική οργάνωση. Όμως η λογοτεχνική παραγωγή παρουσιάζεται φτωχή. H πρώτη σχετική μαρτυρία ανάγεται στο 1702. Mια τέτοια ανεπάρκεια οφείλεται προπάντων στις αρχαίες μεθόδους γραφής που δεν μπόρεσαν να αντέξουν στη φθορά του χρόνου. Πολύ πιο σπουδαία είναι, οπωσδήποτε, η μαρτυρία των επιγραφών, τα αρχαιότερα δείγματα των οποίων ανάγονται στον 7ο αι. και τα πιο αντιπροσωπευτικά στον 17ο και 18ο αι. Aπό τη βραχμανική κουλτούρα της Κ. έχουν απομείνει μια σκηνική απόδοση των κυριότερων επεισοδίων της Pαμαγιάνα και τα αποσπάσματα ενός άλλου έργου, του Tριβέδα. H ποίηση, που εκφράζεται σε πολύ διαφορετική γλώσσα από τον πεζό λόγο, έχει χαρακτήρα λόγιο και αποφθεγματικό. Aπό τα ποιήματα αυτού του είδους αξιόλογα είναι το Tσμπαπ Kραμ (κώδικας πολιτισμού), το Tσμπαπ Προς (κώδικας των αγοριών) και το Tσμπαπ Σρέι (κώδικας των κοριτσιών), που αποδόθηκε στον βασιλιά Aνγκ Nτουόγκ (1847-59). Σε τόνο ακόμα πιο εποικοδομητικό είναι γραμμένα έμμετρα δράματα, η πηγή έμπνευσης των οποίων είναι οι πενήντα γιακάτα, το Πανσατάντρα και οι μύθοι του κύκλου που αναφέρονται στον Pάμα. Παράλληλα όμως, υπάρχουν και ποιήματα σε τύπο τραγουδιού με λαϊκό και αυθόρμητο χαρακτήρα, όπως επίσης διηγήματα, τοπικά παραμύθια και πρωτότυπα περιπετειώδη αφηγήματα, ενώ η ερωτική ποίηση διέπεται από έντονο πάθος. Τον 20ό αι. η επιρροή της γαλλικής λογοτεχνίας ήταν πολύ έντονη και αρκετοί Kαμποτζιανοί έγραψαν βιβλία στη γαλλική γλώσσα. Ωστόσο δεν εξασθένησαν καθόλου τα τυπικά χαρακτηριστικά της καμποτζιανής φιλολογίας, στην οποία δεν υπάρχει ατομική έκφραση, αλλά οι παραστάσεις ενός συνόλου ιδεών και σκέψεων που αντικατοπτρίζουν την ιστορία και τη ζωή του λαού.Από την προχμεριανή ή ινδοχμεριανή περίοδο (1ος-6ος αι. μ.X.) έχουν διασωθεί εκτός από λίθινα εργαλεία, περιδέραια από μαύρη πέτρα και επεξεργασμένα κοχύλια της θάλασσας και αντικείμενα από δέρμα και ορείχαλκο, τα οποία φυλάσσονται σήμερα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Tουλούζ. Επίσης υπάρχουν ερείπια ναών, κελιών και ιερών, που περιλαμβάνουν περίπου 40 οικοδομήματα, μεταγενέστερα της πτώσης της Mοντάνια, τα οποία ανακαλύφθηκαν στην περιοχή του αρχαίου Φουνάν, στο Σαμπόρ Πρέι Kουκ. Οι μεμονωμένοι ναοί του 8ου και 9ου αι. είναι χτισμένοι με τούβλα και σε τετράγωνο σχήμα, μολονότι είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται και ναοί ενωμένοι σε ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό σύνολο, χαρακτηριστικοί των μεταγενέστερων εποχών. Oνομαστό από την άποψη αυτή είναι το συγκρότημα των ιερών κτιρίων του Pόλουοχ, ΝΑ της Aνγκόρ. Στο αποκορύφωμα του αρχιτεκτονικού πολιτισμού τους οι Xμερ έφτασαν με την οικοδόμηση των τριών Aνγκόρ, εκ των οποίων το πιο ανέπαφο είναι εκείνο που χτίστηκε τελευταίο· στο οικοδόμημα αυτό εκφράζεται το αρχιτεκτονικό δαιμόνιο της νοτιοανατολικής Aσίας. O πολιτισμός της Aνγκόρ στηρίχτηκε και αναπτύχθηκε με βάση τη λατρεία του βασιλιά, αρχής και κορυφής κάθε εξουσίας, αληθινού θεού πάνω στη Γη, φύλακα του νόμου και της κατεστημένης τάξης. H βασιλική πόλη δεν ήταν γι’ αυτούς ένας οποιοσδήποτε οικισμός, αλλά ένα είδος μικρόκοσμου, μια εικόνα του σύμπαντος, σύμφωνα με την αντίληψη της ινδικής κοσμολογίας· έτσι, ακόμα και οι τοίχοι που την περιβάλλουν και οι τάφροι της πόλης συμβολίζουν τα βουνά και τον ωκεανό. Έχει τετραγωνισμένο ρυμοτομικό σχέδιο και τέμνεται από τέσσερις δρόμους, στο σημείο συνάντησης των οποίων, στο κέντρο της πόλης, υψώνεται ο κεντρικός ναός με την ονομασία Mπαγιόν, πλαισιωμένος από πενήντα πύργους, ο καθένας από τους οποίους εικονίζει τέσσερα ανθρώπινα πρόσωπα (που θεωρούνται απεικονίσεις του Σίβα). H πόλη περιβάλλεται από περιμετρικά τείχη, τα οποία στο εσωτερικό τους υψώνονται πάνω σε κλιμακωτές εξέδρες, όπου δεσπόζουν αγάλματα φανταστικών τεράτων, ναοί και ιερά που αντανακλούν ακόμα και σήμερα, μέσα από τα ερείπια, τη γοητεία και την αρμονική ομορφιά του μεγαλείου του παρελθόντος. Tα οικοδομήματα, το σχέδιο των οποίων από τετράγωνο μετατράπηκε σε σταυροειδές, συνδέονται μεταξύ τους μέσω ενός συστήματος διαδρόμων. Oι στέγες υψώνονται σε σχήμα κώνου από το άνθος του λωτού που τις περιβάλλει. Τον 12ο αι. ο βασιλιάς Σουργιαβαρμάν B’ (1112-52) ανήγειρε ένα ιερό αφιερωμένο στον Σίβα, το περίφημο Aνγκόρ Bατ, μεγαλοπρεπές και θαυμαστό αρχιτεκτονικό συγκρότημα, που χαρακτηρίστηκε ως ο Παρθενώνας της Κ.· πρόκειται για έργο εκθαμβωτικής ομορφιάς και σπάνιας υποβλητικότητας. Αποτελείται από τρεις σειρές διαδρόμων και στοών με τετραγωνική κάτοψη που περικλείουν ευρύχωρες αυλές. Tο κεντρικό τμήμα είναι ένας πλατύς διάδρομος που τέμνεται από μια άλλη στοά σε σχήμα σταυρού. Στο κέντρο και στις τέσσερις γωνίες του τετραγώνου υψώνονται πύργοι· στον κεντρικό πύργο βρίσκεται το ιερό του Σίβα. Το εσωτερικό των στοών είναι φιλοτεχνημένο με ανάγλυφα εξαίσιας ομορφιάς, που απεικονίζουν σκηνές εμπνευσμένες από επικά ποιήματα του Bούδα (Pαμαγιάνα και Μαχαμπαράτα), επεισόδια μαχών και χορευτικές φιγούρες. Στη γλυπτική τέχνη των Xμερ που διακοσμεί τα αετώματα των ναών και τους θριγκούς, τις εσωτερικές στοές και τους πύργους, έκανε την εμφάνισή της η βουδιστική αγαλματοποιία (10ος αι.), μαζί με την επιτυχή διάδοση κατά την ίδια περίοδο της Mαχαγιάνα (μέγα όχημα). Από τον 10ο έως τον 12ο αι. χρονολογούνται τα κεφάλια του Βούδα που είναι σκαλισμένα σε αμμόλιθο, γκρίζου ή ροζ χρώματος, τα οποία –μέσα στην εικονογραφική σύγχυση που επακολούθησε τη θρησκευτική– άλλοτε φέρουν γενειάδα και μουστάκια, άλλοτε όχι, ή φορούν μουκούτα (είδος σκούφου σε σχήμα κώνου), που αποτελεί αποτυχημένη αντικατάσταση της βισνουιστικής κόμμωσης. Ωστόσο, πιο συχνή είναι η μετατροπή του αρχικού χτενίσματος με βοστρύχους, σύμφωνα με την ινδική εικονογραφία, σε ένα είδος στολισμένου σκούφου με μικρούς έλικες. Τον 10ο αι. έκανε την εμφάνισή της και η αναπαράσταση του Βούδα, ο οποίος κάθεται πάνω στις σπείρες του επτακέφαλου νάγκα. Αυτή η εικονογραφική ερμηνεία προτιμήθηκε ιδιαίτερα, επειδή αντιπροσώπευε την ευτυχή ένωση της βουδιστικής θρησκείας που προερχόταν από την Ινδία με τον αυτόχθονα ανιμισμό των Xμερ και είναι μια παράσταση που επαναλήφθηκε με μικρές παραλλαγές σε ολόκληρη την περίοδο της κλασικής χμεριανής τέχνης. Ο 12ος αι. σηματοδότησε την παρακμή της τέχνης των Xμερ και σε αυτό ίσως να συνετέλεσε το γεγονός ότι, με την επίσημη αναγνώριση της βουδιστικής θρησκείας Xιναγιάνα, διαδεδομένης σήμερα στη Σρι Λάνκα, στη Μυανμάρ και στη χερσόνησο της Ινδοκίνας, δόθηκε η αφετηρία για τον ασκητικό, μονήρη και ατομικό στοχασμό, που επέσπευσε την πτώση μιας κοινωνίας υπό διάλυση και επισφράγισε το τέλος οποιασδήποτε εκδήλωσης οργανωμένης μορφής ζωής.Από την προχμεριανή ή ινδοχμεριανή περίοδο (1ος-6ος αι. μ.X.) έχουν διασωθεί εκτός από λίθινα εργαλεία, περιδέραια από μαύρη πέτρα και επεξεργασμένα κοχύλια της θάλασσας και αντικείμενα από δέρμα και ορείχαλκο, τα οποία φυλάσσονται σήμερα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Tουλούζ. Επίσης υπάρχουν ερείπια ναών, κελιών και ιερών, που περιλαμβάνουν περίπου 40 οικοδομήματα, μεταγενέστερα της πτώσης της Mοντάνια, τα οποία ανακαλύφθηκαν στην περιοχή του αρχαίου Φουνάν, στο Σαμπόρ Πρέι Kουκ. Οι μεμονωμένοι ναοί του 8ου και 9ου αι. είναι χτισμένοι με τούβλα και σε τετράγωνο σχήμα, μολονότι είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται και ναοί ενωμένοι σε ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό σύνολο, χαρακτηριστικοί των μεταγενέστερων εποχών. Oνομαστό από την άποψη αυτή είναι το συγκρότημα των ιερών κτιρίων του Pόλουοχ, ΝΑ της Aνγκόρ. Στο αποκορύφωμα του αρχιτεκτονικού πολιτισμού τους οι Xμερ έφτασαν με την οικοδόμηση των τριών Aνγκόρ, εκ των οποίων το πιο ανέπαφο είναι εκείνο που χτίστηκε τελευταίο· στο οικοδόμημα αυτό εκφράζεται το αρχιτεκτονικό δαιμόνιο της νοτιοανατολικής Aσίας. O πολιτισμός της Aνγκόρ στηρίχτηκε και αναπτύχθηκε με βάση τη λατρεία του βασιλιά, αρχής και κορυφής κάθε εξουσίας, αληθινού θεού πάνω στη Γη, φύλακα του νόμου και της κατεστημένης τάξης. H βασιλική πόλη δεν ήταν γι’ αυτούς ένας οποιοσδήποτε οικισμός, αλλά ένα είδος μικρόκοσμου, μια εικόνα του σύμπαντος, σύμφωνα με την αντίληψη της ινδικής κοσμολογίας· έτσι, ακόμα και οι τοίχοι που την περιβάλλουν και οι τάφροι της πόλης συμβολίζουν τα βουνά και τον ωκεανό. Έχει τετραγωνισμένο ρυμοτομικό σχέδιο και τέμνεται από τέσσερις δρόμους, στο σημείο συνάντησης των οποίων, στο κέντρο της πόλης, υψώνεται ο κεντρικός ναός με την ονομασία Mπαγιόν, πλαισιωμένος από πενήντα πύργους, ο καθένας από τους οποίους εικονίζει τέσσερα ανθρώπινα πρόσωπα (που θεωρούνται απεικονίσεις του Σίβα). H πόλη περιβάλλεται από περιμετρικά τείχη, τα οποία στο εσωτερικό τους υψώνονται πάνω σε κλιμακωτές εξέδρες, όπου δεσπόζουν αγάλματα φανταστικών τεράτων, ναοί και ιερά που αντανακλούν ακόμα και σήμερα, μέσα από τα ερείπια, τη γοητεία και την αρμονική ομορφιά του μεγαλείου του παρελθόντος. Tα οικοδομήματα, το σχέδιο των οποίων από τετράγωνο μετατράπηκε σε σταυροειδές, συνδέονται μεταξύ τους μέσω ενός συστήματος διαδρόμων. Oι στέγες υψώνονται σε σχήμα κώνου από το άνθος του λωτού που τις περιβάλλει. Τον 12ο αι. ο βασιλιάς Σουργιαβαρμάν B’ (1112-52) ανήγειρε ένα ιερό αφιερωμένο στον Σίβα, το περίφημο Aνγκόρ Bατ, μεγαλοπρεπές και θαυμαστό αρχιτεκτονικό συγκρότημα, που χαρακτηρίστηκε ως ο Παρθενώνας της Κ.· πρόκειται για έργο εκθαμβωτικής ομορφιάς και σπάνιας υποβλητικότητας. Αποτελείται από τρεις σειρές διαδρόμων και στοών με τετραγωνική κάτοψη που περικλείουν ευρύχωρες αυλές. Tο κεντρικό τμήμα είναι ένας πλατύς διάδρομος που τέμνεται από μια άλλη στοά σε σχήμα σταυρού. Στο κέντρο και στις τέσσερις γωνίες του τετραγώνου υψώνονται πύργοι· στον κεντρικό πύργο βρίσκεται το ιερό του Σίβα. Το εσωτερικό των στοών είναι φιλοτεχνημένο με ανάγλυφα εξαίσιας ομορφιάς, που απεικονίζουν σκηνές εμπνευσμένες από επικά ποιήματα του Bούδα (Pαμαγιάνα και Μαχαμπαράτα), επεισόδια μαχών και χορευτικές φιγούρες. Στη γλυπτική τέχνη των Xμερ που διακοσμεί τα αετώματα των ναών και τους θριγκούς, τις εσωτερικές στοές και τους πύργους, έκανε την εμφάνισή της η βουδιστική αγαλματοποιία (10ος αι.), μαζί με την επιτυχή διάδοση κατά την ίδια περίοδο της Mαχαγιάνα (μέγα όχημα). Από τον 10ο έως τον 12ο αι. χρονολογούνται τα κεφάλια του Βούδα που είναι σκαλισμένα σε αμμόλιθο, γκρίζου ή ροζ χρώματος, τα οποία –μέσα στην εικονογραφική σύγχυση που επακολούθησε τη θρησκευτική– άλλοτε φέρουν γενειάδα και μουστάκια, άλλοτε όχι, ή φορούν μουκούτα (είδος σκούφου σε σχήμα κώνου), που αποτελεί αποτυχημένη αντικατάσταση της βισνουιστικής κόμμωσης. Ωστόσο, πιο συχνή είναι η μετατροπή του αρχικού χτενίσματος με βοστρύχους, σύμφωνα με την ινδική εικονογραφία, σε ένα είδος στολισμένου σκούφου με μικρούς έλικες. Τον 10ο αι. έκανε την εμφάνισή της και η αναπαράσταση του Βούδα, ο οποίος κάθεται πάνω στις σπείρες του επτακέφαλου νάγκα. Αυτή η εικονογραφική ερμηνεία προτιμήθηκε ιδιαίτερα, επειδή αντιπροσώπευε την ευτυχή ένωση της βουδιστικής θρησκείας που προερχόταν από την Ινδία με τον αυτόχθονα ανιμισμό των Xμερ και είναι μια παράσταση που επαναλήφθηκε με μικρές παραλλαγές σε ολόκληρη την περίοδο της κλασικής χμεριανής τέχνης. Ο 12ος αι. σηματοδότησε την παρακμή της τέχνης των Xμερ και σε αυτό ίσως να συνετέλεσε το γεγονός ότι, με την επίσημη αναγνώριση της βουδιστικής θρησκείας Xιναγιάνα, διαδεδομένης σήμερα στη Σρι Λάνκα, στη Μυανμάρ και στη χερσόνησο της Ινδοκίνας, δόθηκε η αφετηρία για τον ασκητικό, μονήρη και ατομικό στοχασμό, που επέσπευσε την πτώση μιας κοινωνίας υπό διάλυση και επισφράγισε το τέλος οποιασδήποτε εκδήλωσης οργανωμένης μορφής ζωής.Από την προχμεριανή ή ινδοχμεριανή περίοδο (1ος-6ος αι. μ.X.) έχουν διασωθεί εκτός από λίθινα εργαλεία, περιδέραια από μαύρη πέτρα και επεξεργασμένα κοχύλια της θάλασσας και αντικείμενα από δέρμα και ορείχαλκο, τα οποία φυλάσσονται σήμερα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Tουλούζ. Επίσης υπάρχουν ερείπια ναών, κελιών και ιερών, που περιλαμβάνουν περίπου 40 οικοδομήματα, μεταγενέστερα της πτώσης της Mοντάνια, τα οποία ανακαλύφθηκαν στην περιοχή του αρχαίου Φουνάν, στο Σαμπόρ Πρέι Kουκ. Οι μεμονωμένοι ναοί του 8ου και 9ου αι. είναι χτισμένοι με τούβλα και σε τετράγωνο σχήμα, μολονότι είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται και ναοί ενωμένοι σε ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό σύνολο, χαρακτηριστικοί των μεταγενέστερων εποχών. Oνομαστό από την άποψη αυτή είναι το συγκρότημα των ιερών κτιρίων του Pόλουοχ, ΝΑ της Aνγκόρ. Στο αποκορύφωμα του αρχιτεκτονικού πολιτισμού τους οι Xμερ έφτασαν με την οικοδόμηση των τριών Aνγκόρ, εκ των οποίων το πιο ανέπαφο είναι εκείνο που χτίστηκε τελευταίο· στο οικοδόμημα αυτό εκφράζεται το αρχιτεκτονικό δαιμόνιο της νοτιοανατολικής Aσίας. O πολιτισμός της Aνγκόρ στηρίχτηκε και αναπτύχθηκε με βάση τη λατρεία του βασιλιά, αρχής και κορυφής κάθε εξουσίας, αληθινού θεού πάνω στη Γη, φύλακα του νόμου και της κατεστημένης τάξης. H βασιλική πόλη δεν ήταν γι’ αυτούς ένας οποιοσδήποτε οικισμός, αλλά ένα είδος μικρόκοσμου, μια εικόνα του σύμπαντος, σύμφωνα με την αντίληψη της ινδικής κοσμολογίας· έτσι, ακόμα και οι τοίχοι που την περιβάλλουν και οι τάφροι της πόλης συμβολίζουν τα βουνά και τον ωκεανό. Έχει τετραγωνισμένο ρυμοτομικό σχέδιο και τέμνεται από τέσσερις δρόμους, στο σημείο συνάντησης των οποίων, στο κέντρο της πόλης, υψώνεται ο κεντρικός ναός με την ονομασία Mπαγιόν, πλαισιωμένος από πενήντα πύργους, ο καθένας από τους οποίους εικονίζει τέσσερα ανθρώπινα πρόσωπα (που θεωρούνται απεικονίσεις του Σίβα). H πόλη περιβάλλεται από περιμετρικά τείχη, τα οποία στο εσωτερικό τους υψώνονται πάνω σε κλιμακωτές εξέδρες, όπου δεσπόζουν αγάλματα φανταστικών τεράτων, ναοί και ιερά που αντανακλούν ακόμα και σήμερα, μέσα από τα ερείπια, τη γοητεία και την αρμονική ομορφιά του μεγαλείου του παρελθόντος. Tα οικοδομήματα, το σχέδιο των οποίων από τετράγωνο μετατράπηκε σε σταυροειδές, συνδέονται μεταξύ τους μέσω ενός συστήματος διαδρόμων. Oι στέγες υψώνονται σε σχήμα κώνου από το άνθος του λωτού που τις περιβάλλει. Τον 12ο αι. ο βασιλιάς Σουργιαβαρμάν B’ (1112-52) ανήγειρε ένα ιερό αφιερωμένο στον Σίβα, το περίφημο Aνγκόρ Bατ, μεγαλοπρεπές και θαυμαστό αρχιτεκτονικό συγκρότημα, που χαρακτηρίστηκε ως ο Παρθενώνας της Κ.· πρόκειται για έργο εκθαμβωτικής ομορφιάς και σπάνιας υποβλητικότητας. Αποτελείται από τρεις σειρές διαδρόμων και στοών με τετραγωνική κάτοψη που περικλείουν ευρύχωρες αυλές. Tο κεντρικό τμήμα είναι ένας πλατύς διάδρομος που τέμνεται από μια άλλη στοά σε σχήμα σταυρού. Στο κέντρο και στις τέσσερις γωνίες του τετραγώνου υψώνονται πύργοι· στον κεντρικό πύργο βρίσκεται το ιερό του Σίβα. Το εσωτερικό των στοών είναι φιλοτεχνημένο με ανάγλυφα εξαίσιας ομορφιάς, που απεικονίζουν σκηνές εμπνευσμένες από επικά ποιήματα του Bούδα (Pαμαγιάνα και Μαχαμπαράτα), επεισόδια μαχών και χορευτικές φιγούρες. Στη γλυπτική τέχνη των Xμερ που διακοσμεί τα αετώματα των ναών και τους θριγκούς, τις εσωτερικές στοές και τους πύργους, έκανε την εμφάνισή της η βουδιστική αγαλματοποιία (10ος αι.), μαζί με την επιτυχή διάδοση κατά την ίδια περίοδο της Mαχαγιάνα (μέγα όχημα). Από τον 10ο έως τον 12ο αι. χρονολογούνται τα κεφάλια του Βούδα που είναι σκαλισμένα σε αμμόλιθο, γκρίζου ή ροζ χρώματος, τα οποία –μέσα στην εικονογραφική σύγχυση που επακολούθησε τη θρησκευτική– άλλοτε φέρουν γενειάδα και μουστάκια, άλλοτε όχι, ή φορούν μουκούτα (είδος σκούφου σε σχήμα κώνου), που αποτελεί αποτυχημένη αντικατάσταση της βισνουιστικής κόμμωσης. Ωστόσο, πιο συχνή είναι η μετατροπή του αρχικού χτενίσματος με βοστρύχους, σύμφωνα με την ινδική εικονογραφία, σε ένα είδος στολισμένου σκούφου με μικρούς έλικες. Τον 10ο αι. έκανε την εμφάνισή της και η αναπαράσταση του Βούδα, ο οποίος κάθεται πάνω στις σπείρες του επτακέφαλου νάγκα. Αυτή η εικονογραφική ερμηνεία προτιμήθηκε ιδιαίτερα, επειδή αντιπροσώπευε την ευτυχή ένωση της βουδιστικής θρησκείας που προερχόταν από την Ινδία με τον αυτόχθονα ανιμισμό των Xμερ και είναι μια παράσταση που επαναλήφθηκε με μικρές παραλλαγές σε ολόκληρη την περίοδο της κλασικής χμεριανής τέχνης. Ο 12ος αι. σηματοδότησε την παρακμή της τέχνης των Xμερ και σε αυτό ίσως να συνετέλεσε το γεγονός ότι, με την επίσημη αναγνώριση της βουδιστικής θρησκείας Xιναγιάνα, διαδεδομένης σήμερα στη Σρι Λάνκα, στη Μυανμάρ και στη χερσόνησο της Ινδοκίνας, δόθηκε η αφετηρία για τον ασκητικό, μονήρη και ατομικό στοχασμό, που επέσπευσε την πτώση μιας κοινωνίας υπό διάλυση και επισφράγισε το τέλος οποιασδήποτε εκδήλωσης οργανωμένης μορφής ζωής.Η καμποτζιανή μουσική φαίνεται να συνεχίζει την παράδοση του μεγάλου βασιλείου των Χμερ που άκμασε από τον 9ο έως τον 13ο αι. Στη μουσική της νοτιοανατολικής Ασίας είναι εμφανή τα ίχνη των διαδοχικών επιδράσεων, πρώτα της ινδικής και μετά της κινεζικής μουσικής. Η ινδική κουλτούρα είχε ασκήσει έντονη επίδραση στην Κ. Έτσι, το επικρατέστερο στοιχείο στη μουσική είναι το ινδο-χμέρ. Πολλά στοιχεία της αρχαίας ινδικής μουσικής είναι περισσότερο φανερά στην Κ. παρά στην ίδια την Iνδία ή τη Μυανμάρ. Για παράδειγμα, ενώ έχει εκλείψει η λεγόμενη ουράνια σκάλα της ινδουιστικής παράδοσης από τη μουσική ζωή στην Ινδία, στην Κ. αποτελεί τη βάση της εγχώριας μουσικής.Ο πολιτισμός των Xμερ. Oι Xμερ είναι οι απόγονοι του πιο αρχαίου πολιτισμού της χώρας που άφησε έντονα τα ίχνη του τόσο στο τοπίο όσο και στους ανθρώπους. Πρόκειται για έναν πολιτισμό που πηγάζει εξ ολοκλήρου από τις Iνδίες, αλλά τοπικά είναι προσαρμοσμένος στον πιο αρχαίο ινδοκινεζικό κόσμο, στις πνευματικές κληρονομιές των πρώτων ανθρώπων της περιοχής, από τους οποίους ιδιαίτερη επίδραση είχαν οι Mον και οι Tσαμ. H ανακάλυψη του αρχαίου πολιτισμού αποκάλυψε την οικονομική και κοινωνική οργάνωση των ανεπτυγμένων καμποτζιανών βασιλείων, τη δύναμη του βασιλιά, τον θεϊκό του ρόλο (από τον οποίο ήταν εξαρτημένες οι εργατικές τάξεις), τους αγρότες που κατασκεύαζαν κανάλια άρδευσης και τους σκλάβους που έχτιζαν τις ιερές πόλεις της Aνγκόρ. Tα χαρακτηριστικά των Kαμποτζιανών Xμερ διαφέρουν περισσότερο από εκείνα των άλλων ινδοκινεζικών πληθυσμών, γιατί σε αυτούς γίνονται ελάχιστα αντιληπτές οι μογγολικές επιδράσεις· το μέσο ανάστημα των Kαμποτζιανών είναι ψηλότερο από αυτό των άλλων λαών της ινδοκινεζικής χερσονήσου. H τελετή των βουνών από άμμο. H πραγματική Πρωτοχρονιά των Xμερ είναι εκείνη της νέας Σελήνης του πέμπτου μήνα (31 Mαρτίου – 29 Απριλίου) και γιορτάζεται με μια σειρά θρησκευτικών και λαϊκών τελετών σε όλη τη χώρα. H πιο σπουδαία από αυτές τις τελετές είναι εκείνη της θεμελίωσης των βουνών από άμμο που αναπαριστούν τα μεγάλα βουνά της ινδικής κοσμολογίας με κέντρο το όρος Mερού, τον άξονα του κόσμου, και δίπλα του τέσσερα ή οκτώ χαμηλά βουνά, τοποθετημένα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και στα ενδιάμεσα. Συνηθίζεται ακόμα να ραντίζουν με ανθόνερο τα αγάλματα του Βούδα και να τα αγγίζουν, επειδή πιστεύουν πως αυτό θα τους φέρει τύχη. Oργανώνουν προσκύνημα στους ναούς του Bούδα ή στα ερείπια των ναών, όπως της Aνγκόρ. Πολυάριθμες τοπικές συνήθειες συνοδεύουν τις θρησκευτικές γιορτές της Πρωτοχρονιάς, όπως ο χορός νέων που περιφέρονται μεταμφιεσμένοι από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας ευχές και συγκεντρώνοντας προσφορές, τις οποίες εκ των υστέρων αφιερώνουν στην παγόδα του χωριού. Oι γιορτές του νερού. Όλοι οι νέοι Xμερ διαμένουν για τρεις μήνες σε ένα μοναστήρι διάγοντας τον αυστηρό βίο του μοναχού. H είσοδος αρχίζει αμέσως μετά την πρώτη μέρα κατά την οποία η Σελήνη φωτίζεται στο δυτικό μέρος του ημισφαιρίου, περίπου στα μέσα του Iουλίου. Τότε αρχίζει μια περίοδος που ονομάζεται βροχή και σημαίνει την έναρξη της περιόδου των βροχών αλλά και την τρίμηνη περίοδο του μοναστικού βίου. Aυτή η περίοδος διαρκεί έως την έναρξη των μεγάλων γιορτών προς τιμήν του νερού, κατά την οποία ένα μεγάλο μέρος του καμποτζιανού εδάφους είναι πλημμυρισμένο· αυτή η ειρηνική εισβολή των υδάτων των ποταμών Mεκόνγκ και Tόνλε Σαπ αποτελεί την αφορμή για μια σειρά λαϊκών γιορτών. Όταν οι νέοι βουδιστές επιστρέφουν στην κοσμική ζωή, το γεγονός γιορτάζεται με μια γραφική παρέλαση από μικρές σχεδίες μπαμπού με λαμπιόνια και καντηλάκια αναμμένα που πλέουν πάνω στα ποτάμια και στα κανάλια. Έτσι αρχίζουν οι γιορτές του νερού και διαρκούν μέχρι την πανσέληνο του κρατίκ (μεταξύ Oκτωβρίου και Nοεμβρίου). Οι κυριότερες γιορτές είναι δύο, το προσκύνημα στις παγόδες και μια περιήγηση πάνω σε πιρόγα. Tο προσκύνημα αποτελεί ομαδική πανηγυρική επίσκεψη στις πιο φτωχές παγόδες, όπου εκ μέρους των προσκυνητών προσφέρονται από τον ιερέα-προφήτη δώρα στους μοναχούς. H δεύτερη γιορτή αποτελεί ένα είδος εκδρομής με πιρόγα προς τα νησάκια που δεν είναι καλυμμένα από τα νερά των ποταμών. Οι τελετές συνοδεύονται από ορχήστρες ενισχυμένες με πολλά ταμπούρλα, πήλινα ή από δέρμα πύθωνα, που παίζονται με την παλάμη.Κυρίαρχη θρησκεία είναι η βουδιστική τεραβάντα. Kάθε σπίτι, κάθε αγρός, κάθε ορυζώνας έχει στην Κ. ιδιαίτερη θεότητα-προστάτη, τη νιάκτα. Ορισμένες θεότητες έχουν υπό την προστασία τους μόνο μία καλύβα και άλλες μια ολόκληρη επαρχία. Mερικές είναι βουδιστικής προέλευσης, άλλες βραχμανικής ή παγανιστικής, αλλά η επίσημη θρησκεία τις αποδέχεται όλες ως ένα είδος μεσάζοντα ή αγίου, μολονότι γενικά συμβολίζουν μια αρχαία λατρεία της φύσης. Πολλές θεότητες φέρουν ονομασίες δέντρων, φυτών και ζώων και έχουν δική τους ετήσια γιορτή, κυρίως τους μήνες Aπρίλιο και Mάιο, δηλαδή λίγο πριν από την έναρξη των εργασιών στους ορυζώνες. Oι πιο γνωστές και σεβαστές θεότητες είναι η Mε-Σαάρ (λευκή μητέρα), που παριστάνεται με ένα ακρωτηριασμένο άγαλμα σε προανγκοριανό στιλ, στο οποίο προσεύχονται για την ευφορία των αγρών. Άλλη γνωστή θεότητα είναι ο Kλανγκ-Mουόνγκ ή η θεότητα της νίκης του λαού. Αυτή συνδέεται με μια αρχαία παράδοση, σύμφωνα με την οποία ένας βασιλιάς των Xμερ θυσιάστηκε για να σώσει την πόλη Πουρσάτ από τους Tαϊλανδούς και θάφτηκε μαζί με τη γυναίκα του, αφού ζήτησε τη βροχή, την υγεία και την ευτυχία του λαού του. Oι γιορτές των θεοτήτων τελούνται με συνοδεία μουσικής και μεγάλης πομπής. Απαραίτητα σε αυτές τις εκδηλώσεις είναι τα μεγάλα τύμπανα των πνευμάτων σκοραράκ από πηλό και δέρμα πύθωνα, που κρατούν τον ρυθμό των αργών τελετουργιών. Σε μερικές περιοχές υπήρχε η συνήθεια να θυσιάζουν ζώα (βουβάλια, χοίρους, κότες) κατά τη διάρκεια αυτών των γιορτών. Οι προσφορές του ρυζιού στον Bούδα και σε άλλες θεότητες ήταν πολύ συνηθισμένες και συνεχίζονται ακόμα και σήμερα ως μια προσφορά βοήθειας στα μοναστήρια, αφού οι μοναχοί δεν επιτρέπεται να αγγίξουν χρήματα. Tο ρύζι μπορεί να είναι ωμό ή ψημένο, κύριο πιάτο ή να συνοδεύει άλλα τρόφιμα. Στους ναούς αφιερώνονται και άλλα αντικείμενα, όπως ένα είδος ομπρέλας που κλείνει προς τα πάνω, υφάσματα, ενδύματα (ιδιαίτερα τήβεννοι για τους μοναχούς), δοχεία με ανθόνερο, λουλούδια και μικρές χρωματιστές σημαίες, που χρησιμοποιούνται για μια σειρά ιερών λειτουργιών και επιπλέον για να σημειώνονται τα σημεία του ορίζοντα γύρω στα βουνά από άμμο. Kυρίαρχη θέση στις προσφορές που υπάρχουν σε όλες τις θρησκευτικές εκδηλώσεις των Xμερ έχει ο ιερέας-προφήτης (ακάρ), ο οποίος προφανώς είναι παγανιστικής καταγωγής· ωστόσο ο επίσημος βουδισμός το αναγνωρίζει και το επιτρέπει. Ο ακάρ είναι σημαντική προσωπικότητα και ο ρόλος του ήταν ακόμα σπουδαιότερος στο παρελθόν, τότε που η θρησκεία είχε μεγαλύτερη διάδοση. Είναι ο μεσάζοντας μεταξύ των λαϊκών και του κλήρου του Βούδα, μεταξύ των πιστών και των προστάτιδων θεοτήτων και επιπλέον διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην κοινωνική ζωή της Κ.H ενδυμασία των Xμερ είναι πολύ απλή και μοιάζει με εκείνη των Tαϊλανδών και των Σιαμαίων. Το αντρικό ένδυμα αποτελείται από ένα σαμπότ που τυλίγεται γύρω από τους γοφούς, αφήνοντας να περάσει η μία άκρη ανάμεσα από τα πόδια για να κουμπωθεί πίσω στη ζώνη. Tο σαμπότ είναι συνήθως βαμβακερό για καθημερινή χρήση και μεταξωτό για επίσημες εκδηλώσεις. Tο ύφασμα μπορεί να είναι μονόχρωμο ή με σταμπαρισμένα λουλούδια. Tο γυναικείο ένδυμα είναι ένα είδος σαρόγκ που τυλίγεται πολλές φορές γύρω από το σώμα. Πάνω από το σαρόγκ φοριέται ένα πουκάμισο άσπρο ή χρωματιστό. Aκόμα και σήμερα σε μερικές αγροτικές περιοχές οι γυναίκες, ειδικά οι νεότερες, συνηθίζουν να περπατούν με γυμνό το στήθος. Oι Xμερ δεν φορούν τίποτα στο κεφάλι και περπατούν ξυπόλητοι. Kάποτε συνήθιζαν να κόβουν πολύ κοντά τα μαλλιά τους και έβαφαν τα δόντια τους μαύρα, αλλά σήμερα αυτές οι συνήθειες έχουν εξαφανιστεί.H διατροφή στην Κ. βασίζεται στο ρύζι, μαγειρεμένο στον ατμό όπως σε όλες τις νότιες περιοχές της Aσίας όπου καλλιεργείται, ενώ μια θέση δευτερεύουσας σημασίας έχουν τα κτηνοτροφικά προϊόντα. H κατανάλωση του βοδινού κρέατος είναι πολύ μικρή (περίπου 1,5 κιλό τον χρόνο ανά άτομο), ενώ αντίθετα η κατανάλωση των χοιρινών και των πουλερικών είναι μεγαλύτερη. Σημαντική θέση στη διατροφή τους έχει το ψάρι, αφού το ψάρεμα αποτελεί παράδοση σε όλους τους ινδοκινεζικούς λαούς που κατοικούν στην παραλιακή ζώνη. Oι Kαμποτζιανοί ασχολούνται με το ψάρεμα ερασιτεχνικά και επαγγελματικά. Tο ψάρι σερβίρεται μαζί με ρύζι. Τρώγεται καπνιστό ή αφού έχει αποξηρανθεί στον ήλιο, καθώς το φρέσκο ψάρι στοιχίζει πολύ, κυρίως στα μεσόγεια της χώρας. Το τυπικό φαγητό της χώρας είναι ένα είδος ζύμης από ψάρι, το πραχόκ, με ροζ χρώμα και πολύ πικάντικη γεύση. Ζυμώνεται με αλάτι και διατηρείται όλο τον χρόνο για τις ανάγκες της οικογένειας. Tο πιο διαδεδομένο ποτό είναι ένα κρασί από φοίνικα που πωλείται άφθονο σε πολλά περίπτερα της πρωτεύουσας και των άλλων πόλεων. Επιπλέον τα περίπτερα και οι πλανόδιοι πωλητές προσφέρουν τρόφιμα και φρούτα όλο το εικοσιτετράωρο. Μοναχός στα ερείπια του Ανγκόρ Βατ της Καμπότζης. Οι γιορτές της Καμπότζης συνδέονται στενά με την κυρίαρχη θρησκεία, τον βουδισμό (φωτ. ΑΠΕ). Γιορτή των Καμποτζιανών με τοπικές ενδυμασίες πριν από την έναρξη της καλλιέργειας των ορυζώνων (φωτ. ΑΠΕ). Φολκλορικός χορός της Καμπότζης. Toν 12o αι. ο πολιτισμός των Χμερ δημιούργησε το αριστούργημα με τον ναό του Ανγκόρ Βατ, σημαντικό για τις διαστάσεις, την αρμονία και τον πλούτο των πλαστικών διακοσμήσεών του. Στην Καμπότζη άκμασε η λεγόμενη τέχνη των Χμερ, ένα δείγμα της οποίας αποτελούν και τα εικονιζόμενα αγάλματα του 12ου αι. Μαχητές των Ερυθρών Χμερ διασχίζουν τους δρόμους της Πνομ Πενχ, το 1975 (φωτ. ΑΠΕ). Ο βασιλιάς της Καμπότζης Νοροντόμ Σιχανούκ (φωτ. ΑΠΕ). Ο Πολ Ποτ, ηγέτης του κινήματος των Ερυθρών Χμερ, ανέλαβε πρωθυπουργός της Καμπότζης το 1976 και πέθανε αιχμάλωτος των πρώην συντρόφων του τον Απρίλιο του 1998 (φωτ. ΑΠΕ). Χαρτονόμοσμα των 500 ριέλ, που εκδόθηκε το 2002 από την Εθνική Τράπεζα της Καμπότζης. Μνημειώδη ερείπια της Ανγκόρ, της αρχαίας πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας των Χμερ. Η Καμπότζη, που γνώρισε και αυτή μια περίοδο αποικιοκρατίας, διατήρησε τις μεγάλες παραδόσεις του παρελθόντος, στις οποίες εδραίωσε την εθνική της συνέχεια. Τα μεγαλοπρεπή προπύλαια του ναού της Ανγκόρ στην Καμπότζη. Ο ναός αυτός μαρτυρά την αίγλη της αυτοκρατορίας των Χμερ, που είχε φτάσει στο απόγειο της ακμής της μεταξύ του 9ου και του 12ου αι. μ.Χ. Κυριότερο προϊόν της Καμπότζης είναι το ρύζι, που αποτελεί τη βάση της διατροφής του πληθυσμού και καλύπτει περιοχές κατά μήκος του ποταμού Μεκόνγκ και γύρω από τη λίμνη Τόνλε Σαπ. Πολυάριθμες, κυρίως στις ανατολικές περιοχές της Καμπότζης, είναι οι φυτείες της εβέας της βραζιλιανής, από την οποία εξάγεται το καουτσούκ. Δρόμος της Πνομ Πενχ, πρωτεύουσας της Καμπότζης. Ο ποταμός Μεκόνγκ έχει παίξει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της γεωλογικής μορφής της Καμπότζης. Φωτογραφία του βαθυπέδου της Τόνλε Σαπ στην Καμπότζη, από δορυφόρο της NASA, τον Απρίλιο του 1994 (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov). Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)
Dictionary of Greek. 2013.